ευσπλαγχνοσύνη

ευσπλαγχνοσύνη
και εσπλαγχνοσύνη, η
1. διάθεση για βοήθεια, για συμπαράσταση
2. συμπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εύσπλαγχνος + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δίκαιος: δικαιοσύνη, καλός: καλοσύνη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”